- εκκρεμοδικία
- η юр. состояние незаконченности судебного дела
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκρεμοδικία — η 1. η δικονομική κατάσταση που δημιουργείται με την εγγραφή μιας υπόθεσης στο πινάκιο δικαστηρίου 2. φρ. «ένσταση εκκρεμοδικίας» ένσταση σε περίπτωση που μια δικαστική διαφορά εκκρεμεί ενώπιον δύο δικαστηρίων … Dictionary of Greek
εκκρεμοδικία — η (νομ.), η χρονική περίοδος που αρχίζει από την εγγραφή μιας υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου και λήγει την ημέρα της εκδίκασής της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek